- ἀλέσῃς
- ἀλέωgrindaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀλέσῃς — ἀλέσῃς , ἀλέω grind aor subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλεσμα — το (Μ ἄλεσμα) [ἀλῶ] αυτό που αλέστηκε, το προϊόν τής άλεσης νεοελλ. 1. το να αλέθει κανείς, η άλεση 2. αυτό που μεταφέρεται στον μύλο για να αλεστεί … Dictionary of Greek
αλεύρι — Με τον όρο α. εννοούμε συνήθως το προϊόν που προκύπτει από το άλεσμα των σπόρων του σταριού (τρίτικονσίτος ο κοινός). Στην πραγματικότητα όμως, εκτός από το σιτάρι, όλοι οι καρποί των αγρωστωδών αποτελούν μετά την άλεσή τους αλεύρι (π.χ.… … Dictionary of Greek
νερόμυλος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. * * * ο 1. μύλος άλεσης δημητριακών που κινείται με τη δύναμη τρεχούμενου νερού, υδρόμυλος 2. το οικοδόμημα που στεγάζει την εγκατάσταση αυτή … Dictionary of Greek
ταχίνι — Κοινή ονομασία του σησαμοπολτού, παχύρρευστης ουσίας, η οποία παρασκευάζεται από τους σπόρους του σησαμιού. Για να παρασκευάσουν τ. βρέχουν το σησάμι με αλμυρό νερό και το φουρνίζουν σε φούρνο χαμηλής θερμοκρασίας. Έπειτα το αποφλοιώνουν και το… … Dictionary of Greek
άλεσμα — το, ατος 1. το να αλέθει κανείς: Σταμάτησε το άλεσμα, γιατί είχε κουραστεί. 2. το αποτέλεσμα της άλεσης, το αλεύρι: Πήγαν να φέρουν το άλεσμα από το μύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)